New Deal
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Ο όρος New Deal (Νέα Συμφωνία) αναφέρεται σε μια σειρά οικονομικών μέτρων που θεσπίστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, μεταξύ 1933 και 1938, μέσω προεδρικών διαταγμάτων και νόμων ψηφισμένων, κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Φραγκλίνου Ρούσβελτ, ως απάντηση στην Μεγάλη Ύφεση του 1929. Τα προγράμματα στόχευαν στην επίτευξη της ανακούφισης των φτωχότερων και των ανέργων, την ανάκαμψη της οικονομίας σε φυσιολογικά επίπεδα και την αναμόρφωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος της χώρας ώστε να μην επαναληφθεί παρόμοια κατάσταση (οι Αμερικανοί ιστορικοί αποκαλούν συχνά τους 3 αυτούς στόχους ως «3 Rs» - Relief, Recovery, Reform).
Τα μέτρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η πρώτη σειρά τέτοιων μέτρων, που ορισμένοι ιστορικοί αποκαλούν ως «Πρώτο New Deal», ψηφίστηκε μεταξύ 1933 και 1934.
Τα πρώτα μέτρα ξεκίνησαν λίγο μετά την εκλογή του Ρούσβελτ (τις λεγόμενες «Πρώτες 100 ημέρες»). Εντατικοποιήθηκαν με νόμους, όπως η λεγόμενη «Έκτακτη Τραπεζική Πράξη» (Emergency Banking Act, 9 Μαρτίου 1933), σχετικά με την άδεια λειτουργίας τραπεζών στις ΗΠΑ μόνο εγκεκριμένων από το Ομοσπονδιακό Ταμείο και την δημιουργία του Federal Deposit Insurance Corporation για την εξασφάλιση των καταθέσεων μέχρι 2.500 δολαρίων, την «Οικονομική Πράξη του 1933» (Economy Act of 1933, 20 Μαρτίου 1933), ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής πολιτικής που αφορούσε την μείωση των μισθών και οικονομικών προνομίων των δημοσίων υπαλλήλων με σκοπό την μείωση του ελλείμματος, την «Πράξη για τα Αποθέματα Χρυσού» (Gold Reserve Act, 30 Ιανουαρίου 1934) με την οποία όλα τα αποθέματα χρυσού του Ομοσπονδιακού Ταμείου παραδόθηκαν στο Υπουργείο Οικονομικών, καταφέροντας να αυξήσει την τιμή του χρυσού από τα 20,67 δολάρια στα 35 δολάρια ανά ουγγιά
και πράξεις όπως η «Πράξη των Χρεογράφων του 1933» (Securities Act of 1933) και η «Πράξη Διαπραγμάτευσης Χρεογράφων του 1934» (Securities Exchange Act of 1934), σχετικές με την αυστηροποίηση των διαδικασιών γύρω από την ασφάλεια των χρεογράφων που διαπραγματεύονταν στις χρηματαγορές της χώρας.
Επίσης, προχώρησε σε ένα σύνολο παρεμβάσεων για την καταπολέμηση της ανεργίας, με την δημιουργία νέων δημόσιων έργων, και την στήριξη των αγροτών «Πράξη Αγροτικής Προσαρμογής» - (Agricultural Adjustment Act, 12 Μαΐου 1933), καθώς και στην «Πράξη για την Εθνική Βιομηχανική Ανάκαμψη» (National Industrial Recovery Act), με σκοπό την αύξηση των τιμών μέσω της στήριξης της βιομηχανίας ύστερα από μια μεγάλη περίοδο αποπληθωρισμού, καθώς και με πολιτικές για την απελευθέρωση του εμπορίου, το οποίο μέχρι εκείνο τον καιρό βρισκόταν υπό τον έλεγχο πιο προστατευτικών πολιτικών.
Η δεύτερη σειρά μέτρων, «Δεύτερο New Deal», πάρθηκαν μεταξύ του 1935 και του 1938. Υπήρξε πιο φιλελεύθερη από την πρώτη και ταυτόχρονα πιο αμφιλεγόμενη.
Στις 14 Αυγούστου 1935 υπογράφηκε η «Πράξη Κοινωνικής Ασφάλειας» (Social Security Act) με την οποία θεσπίστηκαν οικονομικές παροχές για διάφορες ευπαθείς ομάδες πληθυσμού όπως οι ηλικιωμένοι, οι οικογένειες με παιδιά και οι άνεργοι. Οι παροχές χρηματοδοτούνταν με φόρο στις μισθωτές υπηρεσίες.
Στις 6 Ιουλίου 1935 υπογράφηκε η «Πράξη για τις Εθνικές Εργασιακές Σχέσεις» (National Labor Relations Act) με την οποία διασφαλίζονταν δικαιώματα των εργαζομένων και η συμμετοχή τους σε συνδικάτα, ενώ με την υπογραφή της «Πράξης των Δίκαιων Προτύπων Εργασίας του 1938» (Fair Labor Standards Act of 1938) ορίζονταν οι μέγιστες ώρες εργασίας (στις 44 ανά εβδομάδα) και οι κατώτεροι μισθοί (στα 25 σεντς ανά ώρα) για τις περισσότερες κατηγορίες εργατών, ενώ έθετε απαγορεύσεις σχετικά με την παιδική εργασία.
Νέα μεγάλα δημόσια έργα πραγματοποιήθηκαν για την καταπολέμηση της ανεργίας, όπως νοσοκομεία, σχολεία και μεγάλες οδικές αρτηρίες, στα οποία απασχολήθηκαν πάνω από 8,5 εκατομμύρια εργάτες, υπό τη εποπτεία μιας νέας μεγάλης κεντρικής υπηρεσίας, της «Works Progress Administration».
Ο Ρούσβελτ προσπάθησε, επίσης, να τροποποιήσει το φορολογικό σύστημα με σκοπό την αναδιανομή του πλούτου:
- Ο νόμος του 1935, «Φόρος του Πλούτου» (Wealth Tax Act), επέβαλε υψηλούς φόρους στα εισοδήματα των πλουσίων, με μέγιστο αυτών το 75% επί των εσόδων στα άτομα με έσοδα πάνω από 5 εκατομμύρια δολάρια (ένα κριτήριο το οποίο στην πραγματικότητα τηρούσε μόνο ένα άτομο στις ΗΠΑ, ο Τζον Ντ. Ροκφέλερ). Ο φόρος δεν είχε στην πραγματικότητα μεγάλους εισπρακτικούς στόχους, αλλά καθαρά πολιτικούς.
Αντίθετα, μεγάλα εισπρακτικά οφέλη αποσκοπούσε ο αμφιλεγόμενος «Φόρος Αναδιανομής των Κερδών» (Undistributed profits tax) του 1936, με τον οποίο θεσπιζόταν η αρχή πως τα διατηρούντα εταιρικά κέρδη θα μπορούσαν να φορολογηθούν. Σκοπός του φόρου ήταν να πιέσει τις εταιρίες να διανέμουν τα κέρδη τους σε μερίσματα και μισθούς, αντί στην εξοικονόμηση ή σε επανεπενδύσεις. Τελικά, συνάντησε την αντίδραση διαφόρων κύκλων και τελικά, αφού πρώτα οι συντελεστές του μειώθηκαν το 1938, καταργήθηκε το 1939.
Δικαστικές αντιδράσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Καθώς αρχικά πολλές από τις αλλαγές της Νέας Συμφωνίας είχαν θεωρηθεί αντισυνταγματικές, ο Ρούσβελτ, για να επιτύχει τη λήψη ευνοϊκότερων αποφάσεων από το Ανώτατο Δικαστήριο για τις νέες οικονομικές πολιτικές του, πρότεινε το 1937 ένα νέο νομοσχέδιο προς ψήφιση από το Κογκρέσο, για την αύξηση του αριθμού των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η κεντρικότερη και πιο αμφιλεγόμενη διάταξη του νέου νομοσχεδίου ήταν η δυνατότητα που δινόταν στον Πρόεδρο των ΗΠΑ να ορίσει έναν επιπλέον δικαστή, κάθε φορά που ένας από τους υπάρχοντες δικαστές έφτανε την ηλικία των 70 ετών και δεν είχε συνταξιοδοτηθεί σε διάστημα 6 μηνών. Αν και ο νόμος δεν πέρασε στην ψηφοφορία, οδήγησε στην αλλαγή στάσης του δικαστή Όουεν Ρόμπερτς (Owen Roberts) υπέρ της «Νέας Συμφωνίας» και βοήθησε στην έγκριση των νέων μέτρων.
Η Ύφεση του 1937-38 και ο οριστικός τερματισμός της
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ύφεση επανήλθε το 1937. Η ανεργία αυξήθηκε από 14,3% το 1937 σε 19% το 1938. Το κλίμα στην Αμερική ήταν ιδιαίτερα πολωμένο. Οι Συντηρητικοί Ρεπουμπλικάνοι κατηγόρησαν τη «Νέα Συμφωνία» πως ήταν εχθρική απέναντι στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων, πως είχε απειλήσει διάφορες πολιτικές κατά των μονοπωλίων και είχε προκαλέσει μεγάλες απεργίες. Επικρίσεις δέχτηκε και από Δημοκρατικούς, όπως ο Χιούι Λονγκ. Από την πλευρά του ο Ρούσβελτ κατηγορούσε τις μεγάλες επιχειρήσεις πως πολεμούσαν τη «Νέα Συμφωνία». Τελικά αποφάσισε την άνοιξη του 1938 να εγκαταλείψει τις προσπάθειες για την εξισορρόπηση του προϋπολογισμού και να προχωρήσει σε ένα πρόγραμμα δαπανών 5 δισ. δολαρίων για να αυξήσει την αγοραστική δύναμη.
Τελικά, η Ύφεση τερματίστηκε οριστικά με την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς υπό τις νέες έκτακτες συνθήκες οι δαπάνες για τον πόλεμο διπλασίασαν το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της χώρας. Οι επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να προσλαμβάνουν περισσότερους εργάτες ακόμα και χωρίς τις κατάλληλες εργασιακές δεξιότητες, οι συμβάσεις της κυβέρνησης με εταιρίες επιταχύνθηκαν χωρίς την υποχρέωση διαγωνισμού για χαμηλότερες τιμές, ενώ νέο εργατικό δυναμικό στα εργοστάσια της χώρας προήλθε από πρώην αγρότες, νοικοκυρές ή μαθητές, με την κυβέρνηση να πληρώνει τα έξοδα για την εκπαίδευση του εργατικού δυναμικού.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα New Deal στο Wikimedia Commons
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |