attitude
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
attitude | attitudes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]attitude (en)
- (μετρήσιμο) η στάση, ο τρόπος που σκέφτομαι και νιώθω για κάποιον ή κάτι, ο τρόπος που συμπεριφέρομαι σε κάποιον ή κάτι που δείχνει πώς σκέφτομαι και αισθάνομαι
- ↪ a friendly/hostile attitude - φιλική/εχθρική στάση
- ↪ his attitude towards me - η στάση απέναντί μου
Πηγές
[επεξεργασία]- attitude - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 814. ISBN 9780194325684., λήμμα: στάση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]attitude (fr)
- η στάση