capote
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
capote | capotes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]capote (fr) θηλυκό
- το χοντρό παλτό, με ή χωρίς κουκούλα
- (ειδικότερα) η χλαίνη στρατιωτών
- η κουκούλα ενός αυτοκινήτου
- η καπότα, ανδρικό προφυλακτικό