dead

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός dead
συγκριτικός deader
υπερθετικός deadest

dead (en)

  1. νεκρός, ξερός, που έχει πεθάνει
    dead or alive - νεκρός ή ζωντανός
    five dead and ten injured - πέντε νεκροί και δέκα τραυματίες
    They laid the dead man/dead woman on the bed.
    Έβαλαν τον νεκρό/τη νεκρή πάνω στο κρεβάτι.
    dead leaves/flowers/trees - ξερά φύλλα/λουλούδια/δέντρα
  2. αδειάζω, νεκρός, για μηχανές που δεν λειτουργούν λόγω έλλειψης ενέργειας
    The battery is dead, it needs recharging.
    Η μπαταρία άδειασε, θέλει γέμισμα.
    the phone is dead - το τηλέφωνο είναι νεκρό
  3. νεκρός, που δεν χρησιμοποιείται πλέον
    dead languages - νεκρές γλώσσες
  4. νεκρός, που δεν ζούσε ποτέ
    dead matter - νεκρή ύλη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

dead (en)

  • (μόνο πληθυντικός) οι νεκροί, άνθρωποι που έχουν πεθάνει
    They buried their dead.
    Έθαψαν τους νεκρούς τους.
    The dead live in the hearts of the living.
    Οι νεκροί ζούνε στην καρδιά των ζωντανών.