got
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | got |
γ΄ ενικό ενεστώτα | got, gots |
αόριστος | had |
παθητική μετοχή | — |
ενεργητική μετοχή | — |
got (en)
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]got (en)
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]got (ca)
- το ποτήρι