impetro

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
impetro < in + patro

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /imˈpe.troː/

impetro (la) (impetrō1, impetrāvī, impetrātum, impetrāre)