imsak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

imsak (tr)

  • η ώρα που αρχίζει η νηστεία (στο Ραμαζάνι)