legio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- legio < lego
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]legio θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | legio | legionēs |
γενική | legionis | legionum |
δοτική | legionī | legionibus |
αιτιατική | legionem | legionēs |
κλητική | legio | legionēs |
αφαιρετική | legione | legionibus |
Πηγές
[επεξεργασία]- legio - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.