mad
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | mad |
συγκριτικός | madder |
υπερθετικός | maddest |
mad (en)
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο) τρελός, τρελαίνομαι, παράλογος, ανόητος, ασύνετος
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά, συχνά υβριστικό) τρελός, που έχει μια ψυχική ασθένεια που κάνει κάποιον να μην μπορεί να σκεφτεί ή να συμπεριφερθεί κανονικά
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο, όχι πριν από το ουσιαστικό) θυμωμένος, θυμώνω
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο, όχι συνήθως πριν από το ουσιαστικό) τρελαίνω, τρελαίνομαι, μου αρέσει πολύ
- τρελός, τρελαίνω, που γίνεται χωρίς σκέψη ή έλεγχο
- λυσσασμένος, για σκύλο που έχει λύσσα
- (αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) τρελός, για να δηλώσω μεγαλείο
- (αμερικανικά αγγλικά, αργκό) τρελός, πολύς
- ↪ He made mad money with that trade.
- Με το εμπόριο έκανε τρελά λεφτά.
- ↪ There were mad girls at the party, bro.
- Είχαν πολλά κορίτσια στο πάρτι, ρε.
- ↪ He made mad money with that trade.
Σύνθετα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]mad (en) (χωρίς παραθετικά)
Πηγές
[επεξεργασία]
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]mad (da)
- το φαγητό
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Επίθετα (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Βρετανικοί όροι (αγγλικά)
- Ανεπίσημοι όροι (αγγλικά)
- Υβριστικοί όροι (αγγλικά)
- Αμερικανικοί όροι (αγγλικά)
- Αργκό (αγγλικά)
- Επιρρήματα (αγγλικά)
- Επιρρήματα χωρίς παραθετικά (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (δανικά)
- Δανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (δανικά)