magic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
magic < (κληρονομημένο) μέση αγγλική magik, magyk < παλαιά γαλλική magique (ουσιαστικό και επίθετο) < λατινική magicus (επίθετο), magica (ουσιαστικοποίηση θηλυκού γένους του magicus) < αρχαία ελληνική μαγικός < μάγος. Απώτατη αρχή από λέξη ιρανικής προέλευσης πιθανώς προελθούσα από το πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₂gʰ- (μπορώ, βοηθώ; δύναμη, μάγος). Εξετόπισε το ιθαγενές αγγλοσαξονικά ġealdor (επεβίωσε στο μέση αγγλική galder) και dwimmer

Επίθετο

[επεξεργασία]

magic (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μαγικός, που σχετίζεται με τη μαγεία
    a magic mirror - μαγικός καθρέφτης
     συνώνυμα: magical
  2. ταχυδακτυλουργικός
    It’s like a magic trick!
    Είναι σαν ταχυδακτυλουργικό κόλπο!
  3. (ανεπίσημο) μαγευτικός, μαγικός, που είναι πολύ ωραίος
    a magic sunset - μαγευτικό ηλιοβασίλεμα
    a magic evening - μαγική βραδιά
     συνώνυμα: magical

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Απόγονοι

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

magic (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η μαγεία
    His mind was wandering fantastically, creating worlds filled with magic and adventure.
    Το μυαλό του ταξίδευε φανταστικά, δημιουργώντας κόσμους γεμάτους μαγεία και περιπέτεια.
  2. το κόλπο, μαγικό τρικ που δίνει την ψευδαίσθηση της μαγείας
    It’s like a magic trick!
    Είναι σαν ταχυδακτυλουργικό κόλπο/μαγικό τρικ!
     συνώνυμα: sleight of hand
  3. (μεταφορικά) μαγεία, κάτι ακατανόητο ή εντυπωσιακό, μαγευτικό
    the magic of great art - η μαγεία της μεγάλης τέχνης
    The sea yesterday was pure magic.
    Η θάλασσα χτες ήταν σκέτη μαγεία.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]