proctor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
proctor | proctors |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]proctor (en)
- (αμερικανικά αγγλικά) ο επιτηρητής, ένα άτομο που επιτηρεί τους ανθρώπους ενώ δίνουν εξετάσεις
- ↪ the proctor of the students’ written exams - ο επιτηρητής σε γραπτές εξετάσεις μαθητών
- ≈ συνώνυμα: invigilator (βρετανικά αγγλικά)