segregation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]segregation (en)
- διαχωρισμός, πολιτική διαχωρισμού των ατόμων με βάση το φύλο, τη φυλή, το θρήσκευμα κ.λπ.
Δείτε επίσης : ségrégation |
segregation (en)