speech
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
speech | speeches |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]speech (en)
- ο λόγος, μια επίσημη ομιλία που κάνει ένα άτομο σε ένα ακροατήριο
- ↪ I am making a speech.
- Βγάζω λόγο./Κάνω ομιλία.
- ↪ She limited speeches to 5 minutes.
- Περιόρισε τις ομιλίες σε 5 λεπτά.
- ↪ I am making a speech.
- ο λόγος
- (ιδιωματισμός) η βωμολοχία, υβριστικός λόγος, λόγος με βρισιές, η βρισιά