tax
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
tax | taxes |
tax (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- ο φόρος
- ↪ He came to a compromise with the tax office and achieved a reduction in the tax.
- Ήρθε σε συμβιβασμό με την εφορία και πέτυχε τη μείωση του φόρου.
- ↪ He came to a compromise with the tax office and achieved a reduction in the tax.
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | tax |
γ΄ ενικό ενεστώτα | taxes |
αόριστος | taxed |
παθητική μετοχή | taxed |
ενεργητική μετοχή | taxing |
tax (en)
- φορολογώ
- ↪ They taxed tobacco and luxury goods.
- Φορολόγησαν τον καπνό και τα είδη πολυτελείας.
- ↪ They taxed tobacco and luxury goods.
- θέτω σε δοκιμασία, βάζω σε δοκιμασία
- ↪ It was taxing on his health.
- Έθετε σε δοκιμασία την υγεία του.
- ↪ That would be very taxing on our resources.
- Αυτό θα 'βάζε σε μεγάλη δοκιμασία τα οικονομικά μας.
- ↪ Small print is taxing on the eyes.
- Τα μικρά στοιχεία είναι δοκιμασία για τα μάτια.
- ↪ It was taxing on his health.